- ἐναέριον
- ἐνᾱέριον , ἐναέριοςin the airmasc/fem acc sgἐνᾱέριον , ἐναέριοςin the airneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμπέτομαι — Α [πέτομαι] πετώ μαζί με άλλον («καὶ συμπέτονται τὴν ἐναέριον ἐκείνην μεῑξιν τῇ πτήσει μὴ διαφθείρουσαι», Λουκιαν.) … Dictionary of Greek